- πολυπλασία
- ἡ, Μσύνθετη υφή, πολυπλοκότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -πλασία (< πλάσσω), πρβλ. δυσ-πλασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυπλάσια — πολυπλάσιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιάσας — πολυπλασιά̱σᾱς , πολυπλασιάζω multiply fut part act fem acc pl (doric) πολυπλασιά̱σᾱς , πολυπλασιάζω multiply fut part act fem gen sg (doric) πολυπλασιάσᾱς , πολυπλασιάζω multiply aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασίας — πολυπλασίᾱς , πολυπλάσιος fem acc pl πολυπλασίᾱς , πολυπλάσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασιάσαι — πολυπλασιά̱σᾱͅ , πολυπλασιάζω multiply fut part act fem dat sg (doric) πολυπλασιάζω multiply aor inf act πολυπλασιάσαῑ , πολυπλασιάζω multiply aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλασίαν — πολυπλασίᾱν , πολυπλάσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)